κυμαινόμενα

κυμαινόμενα
κῡμαινόμενα , κυμαίνω
rise in waves
pres part mp neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας …   Dictionary of Greek

  • μικροχημεία — Υπό ετυμολογική έννοια είναι η χημεία των μικροποσοτήτων· στην τρέχουσα όμως εργασία εννοούμε τη μικροανάλυση, δηλ. τον κλάδο της χημείας που ασχολείται με την έρευνα και τη δοσολογία στοιχείων ή ουσιών σε μικρές ποσότητες. Με τις ονομασίες… …   Dictionary of Greek

  • συντονισμός — Φαινόμενο κατά το οποίο, όταν ένα σύστημα υφίσταται μια εξωτερική περιοδικά μεταβαλλόμενη δράση θέτεται σε παλμική κίνηση με εύρος τόσο μεγαλύτερο, όσο η συχνότητα της εξωτερικής δράσης πλησιάζει προς τη συχνότητα με την οποία θα ταλαντώνονταν το …   Dictionary of Greek

  • μελτέμια ή ετησίαι — Σταθεροί ανεμοι που πνέουν στην κατώτερη ατμόσφαιρα. Είναι κυρίως του βόρειου τομέα (ΒΑ ΒΔ ή και Δ) και επικρατούν στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου κατά τη θερμή περίοδο, ιδίως την περίοδο Μαΐου Σεπτεμβρίου. Στις ελληνικές θάλασσες, τα μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”